- μισθοφορικός
- -ή, -ό (Α μισθοφορικός, -ή, -όν) [μισθοφόρος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική αμοιβή» β. «μισθοφορικό στράτευμα»)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθοφορικόνα) στράτευμα το οποίο αποτελείται από μισθοφόρουςβ) το σύνολο τών μισθοφόρων, οι μισθοφόροιγ) μισθός μισθοφόρων2. φρ. «μισθοφορική γῆ» — περιοχή η οποία έχει εκχωρηθεί σε μισθοφόρους.επίρρ...μισθοφορικώς (Α)με μισθοφορικό τρόπο, με μισθοφόρους.
Dictionary of Greek. 2013.